ὀπίσθιος
τίς Ἑλλὰς ἢ βάρβαρος ἢ τῶν προπάροιθ' εὐγενετᾶν ἕτερος ἔτλα κακῶν τοσῶνδ' αἵματος ἁμερίου τοιάδ' ἄχεα φανερά → what woman Greek or foreign or what other scion of ancient nobility has endured of mortal bloodshed's woes so many, such manifest pains
English (LSJ)
α, ον, (cf. πρόσθιος) hinder, belonging to the hinder part, IG12.369.12; τὰ ὀ. σκέλεα the hind-legs. Hdt.3.103, X.Eq.11.2: sg., Arist.HA500b30; πόδες Semon.28, Philem.145; τένων ὁ ὀ. the tendo Achillis, Hp.Fract.11; so ὀπίσθια (sc. μόρια) Arist.GA722b29; τὸ ὀ. the hinder part, opp. τὸ πρόσθιον, Id.IA706b1; also of the cheek of animals, Id.HA492b23: Subst. fem. ὀπισθία, hinder part, Epich. 90; of stars, following in the daily movement, Cleom.1.1. Adv. ὀπισθίως LXX 1 Ki.4.18.
German (Pape)
[Seite 358] auch 2 Endgn, hinten, auf der hinteren Seite befindlich; τὰ ὀπίσθια σκέλεα, Her. 2, 103; so Xen. Equ. 1 l, 2; ἐπὶ τῶν ὀπισθίων ποδῶν ἱστάμενοι τοῖς προσθίοις ὠρχοῦντο, Ath. XII, 550 d; Arist. u. Sp. – Auch adv. ὀπισθίως, hinten, im Rücken, LXX.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de derrière, postérieur.
Étymologie: ὄπισθεν.
Russian (Dvoretsky)
ὀπίσθιος: и 2 задний, тыльный (σκέλεα Her., Xen.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀπίσθιος: -α, -ον, (πρβλ. πρόσθιος) ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «πισινός», Λατ. posticus, τὰ ὀπ. σκέλεα, τὰ ὀπίσθια σκέλη, Ἡρόδ. 3. 103, Ξεν. Ἱππ. 11, 2· πόδες Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 26, Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 51· ὁ ὀπ. τέκνων, ὁ τοῦ ὄπισθεν μέρους, τῶν νώτων, Ἱππ. Ἀγμ. 759· - οὕτω, τὰ ὀπίσθια (δηλ. σκέλη) Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 12· τὸ ὀπίσθιον, τὸ ὄπισθεν μέρος κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ πρόσθιον, ὁ αὐτ. π. Ζ. Πορείας 5, 2· ὡσαύτως, ὀπ. σιαγών, ἡ κάτω σιαγὼν τῶν τετραπόδων ζῴων, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 10. Ἐπίρρ. -ίως, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. Δ΄, 18).
Greek Monolingual
-α, -ο (ΑΜ ὀπίσθιος, -ία, -ον)
1. αυτός που βρίσκεται στο πίσω μέρος κάποιου, πισινός («τὰ ὀπίσθια σκέλη ἐφέλκουσιν ὑπὸ τὰ ἐμπρόσθια», Αριστοτ.)
2. (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) το οπίσθιο(ν) και τα οπίσθια
το πίσω μέρος
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. ανθρωπολ. το μέσο του οπίσθιου χείλους του ινιακού τρήματος το οποίο αποτελεί κρανιομετρικο σημείο
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα νώτα, τα πισινά
αρχ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα παρελθόντα
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ὀπισθία
το πίσω μέρος
3. (για αστέρες) αυτός που ακολουθεί κατά την περιστροφή.
επίρρ...
όπισθίως (Α)
προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄπισθεν + κατάλ. -ιος (πρβλ. πρόσθιος)].
Greek Monotonic
ὀπίσθιος: -α, -ον, αυτός που βρίσκεται πίσω, που ανήκει στο πίσω μέρος, Λατ. posticus, τὰ ὀπίσθια σκέλεα, τα πίσω πόδια των τετραπόδων, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
ὀπίσθιος, η, ον [from ὄπισθεν
hinder, belonging to the hinder part, Lat. posticus, τὰ ὀπ. σκέλεα the hind- legs, Hdt.