οξυλάλος

From LSJ
Revision as of 12:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίωντὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort

Menander, Monostichoi, 367

Greek Monolingual

ὀξυλάλος, -ον (Α)
1. αυτός που μιλά γρήγορα, φλύαρος
2. ετοιμόλογος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + λάλος «ομιλητικός, φλύαρος» (πρβλ. ηδυ-λάλος)].