εἴς μ' ὁρεῦσα καρκίνου μέζον → looking at me with saucer-eyes
ὀξυλάλος, -ον (Α)1. αυτός που μιλά γρήγορα, φλύαρος2. ετοιμόλογος.[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + λάλος «ομιλητικός, φλύαρος» (πρβλ. ηδυλάλος)].