μουσοεπής
From LSJ
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
Ἐμπειρία γὰρ τῆς ἀπειρίας κρατεῖ → Inscitiam etenim vincit experientia → Erfahrung überwindet Unerfahrenheit
μουσοεπής, -ές (Α)
αυτός που μιλά με μουσικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + -επής (< ἔπος), πρβλ. αληθο-επής, θεο-επής].