νήριστος
German (Pape)
Greek Monolingual
νήριστος, -ον (Α)
αδιαφιλονίκητος, αναντίρρητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη- + -ήριστος (< ἐρίζω), πρβλ. αμφ-ήριστος, επ-ήριστος].
νήριστος, -ον (Α)
αδιαφιλονίκητος, αναντίρρητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη- + -ήριστος (< ἐρίζω), πρβλ. αμφ-ήριστος, επ-ήριστος].