ἐρίζω
Πρᾶττε τὰ σαυτοῦ, μὴ τὰ τῶν ἄλλων φρόνει → Tuas res age; alienas ne curaveris → Tu deine Pflicht, um die der andren sorg' dich nicht
English (LSJ)
Dor. 3pl.
A ἐρίζοντι Pi.N.5.39; Ep. inf. ἐριζέμεναι, -έμεν, Il. 1.277, 23.404: impf. ἤριζον D.9.11, Dor. ἔρισδον Theoc.6.5, Ep. ἔριζον Il.2.555, Ion. ἐρίζεσκον Od.8.225, Crates Theb.1.3: fut. ἐρίσω Ev.Matt.12.19, (δι-) App.BC5.127 codd., Dor. ἐρίξω Pi.Fr.II: aor. I ἤρῐσα Hes.Th.928, Lys.2.42, poet. ἔρισα Pi.I.8(7).30, ἔριξα Id.Pae. 6.87; Ep. opt. ἐρίσσειε Il.3.223; Dor. part. ἐρίξαντες Tab.Heracl.2.26: pf. ἤρῐκα Plb.3.91.7:—Med., Ep. impf. ἐρίζετο Hes.Th.534: aor. subj. ἐρίσσεται Od.4.80:—Pass., Ep. pf. ἐρήρισμαι (in act. sense), v. infr.: (ἔρις):—strive, wrangle, quarrel, διαστήτην ἐρίσαντε Il.1.6, etc.; τὸ δίκαιον οὐκ ἔχει λόγον δυοῖν ἐρίζειν S.El.467: c. dat., Hes.Th. 928, Pi.Pae.l.c., etc.; ἀλλήλοις Od.18.277; ἀντιβίην τινί Il.1.277; ἀντία τοῖς ἀγαθοῖς P1.P.4.285; πρὸς θεόν ib.2.88; πρός τινα περί τινος Plu.Tim.14; ὗς ποτ' Ἀθαναίαν ἔριν ἤρισε Theoc.5.23; πρὸς πᾶν τὸ λεγόμενον Hdt.7.50; περί τινος about a thing, Il.12.423, al.; περὶ μικρῶν ἀκριβῶς ἐ. Isoc.2.39: followed by a relat., ἐ. ὅστις ἀρείων Theoc.5.67; ὁπότερος γενναιότερος Pl.Ly.207c: c. inf., contend that.., ἤριζον οἱ πολλοὶ οὐ λυσιτελήσειν τὴν πάροδον D.9.11: abs., of sophistical disputations, opp. διαλέγεσθαι, ἀμφισβητεῖν, Pl.R. 454a, Prt.337b, cf. Crates Theb.1.3; of political discord, c. dat., Foed. ap. Th.5.79.
2 rival, vie with, challenge, οὐκ ἂν ἔπειτ' Ὀδυσῆΐ γ' ἐρίσσειε βροτὸς ἄλλος Il.3.223; ἐπεί σφισιν οὔ τις ἔριζεν Od.8.371: c. acc. rei, rival or contend with one in a thing, οὐδ' εἰ..Ἀφροδίτῃ κάλλος ἐρίζοι Il.9.389, cf. Od.5.213, Hes.Sc.5: c. dat. rei, δρηστοσύνῃ οὐκ ἄν μοι ἐρίσσειε βροτὸς ἄλλος in service, Od.15.321; ποσί Il.13.325; γνώμῃ καὶ πλήθει καὶ ἀρετῇ ἐ. τινί Lys.2.42; ἐρίσσειαν περὶ μύθων Il.15.284; ἀθανάτοισιν ἐρίζεσκον περὶ τόξων Od.8.225; τῷ Δῒ πλούτου πέρι Hdt.5.49: c. inf., ἐρίζετον ἀλλήλοιιν χερσὶ μαχέσσασθαι Od.18.38; ἶσα δὲ πίνειν οὔτις οἱ ἀνθρώπων ἤρισεν Phalaec. ap. Ath.10.440e; πρὸς θεούς Pl.R. 395d; Νέστωρ οἶος ἔριζε N. alone rivalled (him), Il.2.555, cf. X.Cyn.1.12.
II Med., like Act., ᾧ [τόξῳ] οὔ τίς τοι ἐρίζεται Il.5.172; μοι ἐρίσσεται..κτήμασιν Od.4.80; ἐρίζετο βουλὰς Κρονίωνι Hes.Th.534, cf. Pi.I.4(3).29: also in pf. Pass., τῷ οὔ τις ἐρήρισται κράτος Hes.Fr. 195.
2 Pass., ταχυτὰς ποδῶν ἐρίζεται there are contests in fleetness of foot, Pi.O.1.95.
German (Pape)
[Seite 1028] (s. ἔρις), dor. ἐρίσδω, fut. ἐρίσω, ep. auch ἐρίσσω, dor. ἐρίξω, perf. p. auch ἐρήρισται, Hes. fr. Clem. Al. strom. p. 602, – 1) streiten, zanken, meist wie ἐριδαίνω vom Wettstreit, u. übh. von feindseliger Gesinnung, τινί; Il. 1, 6, ἀντιβίην τινί, offenbar mit Jem. streiten, 1, 277; περί τινος, über Etwas, 12, 423; ἀντία τινί, Pind. P. 4, 285; τινί, N. 8, 22; auch πρὸς θεόν, P. 2, 88; τὸ γὰρ δίκαιον οὐκ ἔχει λόγον δυοῖν ἐρίζειν Soph. El. 459, das Gerechte darf nicht Streit erregen; ἐρίζουσιν οἱ διάφοροί τε καὶ οἱ ἐχθροὶ ἀλλήλοις Plat-Prot. 337 b, wo ein Unterschied zwischen ἐρίζειν u. ἀμφισβητεῖν gemacht wird; περί τινος, Conv. 173 e; οὐκ ἐρίζειν, ἀλλὰ διαλέγεσθαι Rep. V, 454 a; πρὸς θεούς III, 395 d; πόλις πόλει Thuc. 5, 79; Folgde; τινὶ γνώμῃ Lys. 3, 42; πρός τινα περί τινος, Plut. Timol. 14. – 2) bes. wettstreiten, wetteifern, τινί, mit Einem, Il. 6, 131, Ἀφροδίτῃ κάλλος, mit der Aphrodite an Schönheit, in Betreff der Schönheit, 9, 389; Od. 5, 213; auch περὶ μύθων, περὶ τόξων, Il. 15, 284 Od. 8, 225; auch ποσί; δρηστοσύνῃ, mit den Füßen, d. i. im Laufe mit Jem. wetteifern, Il. 13, 325 Od. 15, 321; auch c. int., ἐρίζετον ἀλλήλοιϊν χερσὶ μαχέσσασθαι 18, 38; vgl. Phalaec. Ath. X, 440 e; absolut, Νέστωρ οἶος ἔριζε, Nestor allein wetteiferte, that es gleich, nahm es auf, Il. 2, 555; νόον γε μὲν οὔτις ἔριζε Hes. Sc. 5. – Auch in Prosa, τινί, Her. 4, 152; ἐρίζοντες αἱροῦσι τὸ χωρίον, wetteifernd nehmen sie den Platz ein, Xen. An. 4, 7, 12; περί τινος, 1, 2, 8 u. Sp.; ἠρικέναι, Pol. 3, 91, 7; ἔριν πρός τινα, Theocr. 5, 23, vgl. 136. – 3) das med. in der Bdtg des act., wettkämpfen, ᾡ οὔτις τοι ἐρίζεται ἐνθάδε ἀνήρ Il. 5, 172; Od. 4, 80; ἐρίζετο βουλὰς Κρονίωνι, er wetteiferte an Klugheit mit dem Zeus, Hes. Th. 534; ἵνα ταχυτὰς π οδῶν ἐρίζεται Pind. Ol. 1, 95; τινί, I. 3, 47. Vgl. ἐριδαίνω.
French (Bailly abrégé)
impf. ἤριζον, f. ἐρίσω, ao. ἤρισα, pf. ἤρικα ; pf. Pass. ἐρήρισμαι;
1 se quereller, être en querelle ou en lutte : τινι, πρός τινα, avec qqn;
2 p. ext. disputer, lutter, rivaliser (dans un concours, dans une lutte courtoise, etc.) : τινι, πρός τινα, lutter contre qqn ; τινι τι, τινι περί τινος, rivaliser avec qqn pour qch ; τινι δρηστοσύνῃ OD lutter d'agilité avec qqn;
Moy. ἐρίζομαι (f. ἐρίσομαι, ao. ἠρισάμην) lutter, combattre : τινι, avec qqn.
Étymologie: ἔρις.
Russian (Dvoretsky)
ἐρίζω: (эп. impf. iter. ἐρίζεσκον, aor. 1 ἤρισα и эп. ἔρισ(σ)α) тж. med.
1 спорить, ссориться (τινί Hom.; πρός τινα Pind., Her., Plat.; τινὶ περί τινος Xen., Plut.): ἐ. πρὸς πᾶν τὸ λεγόμενον Her. оспаривать все, что ни говорится; ἀμφισβητεῖν μέν, ἐ. δὲ μή Plat. спорить, но не ссориться;
2 соревноваться, состязаться (τι Hes., περί τινος Hom., Xen. и ἀμφί τινι Pind.; τινὶ δρηστοσύνῃ, ἀλλήλοιϊν χερσὶ μαχήσασθαι Hom.): ἀνδρῶν τίς μοι ἐρίσσεται κτήμασιν Hom. кое-кто из людей поспорит со мной в богатстве; ποτί τινα ἔριν ἐ. Theocr. вступать в соревнование с кем-л.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρίζω: Δωρ. γ΄ πληθ. ἐρίζοντι Πινδ. Ν. 5. 72· Ἐπικ. ἀπαρ. ἐριζέμεναι, -έμεν Ἰλ. Φ. 185, Ψ. 404, Δωρ. ἐρίσδεν Θεόκρ. 6. 5: παρατ. ἤριζον Δημ. 113. 20. Ἐπικ. ἔριζον Ἰλ. Β. 555, Ἰων. ἐρίζεσκον Ὀδ. Θ. 225: μέλλ. ἐρίσω (δι-) Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 127. Δωρ. ἐρίξω, Πίνδ. ἐν Εὐστ. Πονηματ. 56. 94: Ἐπικ. ἀόρ. ἤρῐσα Ἡσ. Θ. 928, Λυσ. 194. 33, ποιητ. ἔρισα Πινδ. Ι. 8 (7). 60· Ἐπικ. εὐκτ. ἐρίσσειε Ὅμ., ἴδε κατωτ.· Δωρ. ἤριξα Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5775. 26: - πρκμ. ἤρικα Πολύβ. 3. 91, 7: - Μέσ., Ἐπικ. παρατ. ἐρέζετο Ἡσ. Θ. 534: Ἐπικ. ἀορ. ὑποτ. ἐρίσσεται (ἀντὶ ἐρίσηται) Ὀδ. Δ. 80. - Παθ., Ἐπικ. πρκμ. ἐρήρισμαι (ἐπὶ ἐνεργ. σημασ.), ἴδε κατωτ. (Ἴσως συγγενὲς τῷ ἐρέθω, ἐρεθίζω). Μάχομαι, φιλονεικῶ, μαλλώνω, συνήθως ἐπὶ λογομαχιῶν, τινί, πρός τινα, Ἰλ. Α. 6. κτλ., καὶ Ἀττ.· ἀλλήλοις Ὀδ. Σ. 277, Πλάτ.· ἀντιβίην τινὶ Ἰλ. Α. 277· ἀντία τινὶ Πινδ. Π. 4. 507· πρός τινα ὁ αὐτ. ἐν Π. 2. 162, Ἡρόδ. 7. 50, 1, Πλάτ. Πολ. 395D· ὗς ποτ’ Ἀθαναίαν ἔριν ἤρισε Θεόκρ. 5. 23· περί τινος Ἰλ. Μ. 423, κ. ἀλλ.: - ἀκολουθούσης ἐξηρτημένης προτάσεως, ἐρ. ὅστις ἀρείων Θεόκρ. 5. 67· ὁπότερος γενναιότερος Πλάτ. Λύσ. 207C: -- ἀπόλ. παρὰ Πλάτ. ἐπὶ σοφιστικῶν φιλονεικιῶν, ἀντίθ. τῷ διαλέγεσθαι, Πολ. 454Α, πρβλ. Πρωτ. 337Β. 2) ἀνταγωνίζομαι, ἀνθαμιλλῶμαι πρός τινα, εἶμαι ἀντίπαλός τινος, οὐκ ἄν ἔπειτ’ Ὀδυσῆΐ γ’ ἐρίσσειε βροτὸς ἄλλος Ἰλ. Γ. 223· ἐπεί σφισιν οὕ τις ἔριζεν Ὀδ. Θ. 371, πρβλ. Ξεν. Κυν. 1. 12: - μετ’ αἰτ. πράγμ., ἀνταγωνίζομαι, εἶμαι ἀντίπαλος, ἀνθαμιλλῶμαι πρός τινα ἔν τινι πράγματι, οὐδ’ εἰ... Ἀφροδίτῃ κάλλος ἐρίζοι Ἰλ. Ι. 389, πρβλ. Ὀδ. Ε. 213, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 5: - ὡσαύτως μετὰ δοτ. πράγμ., δρηστοσύνῃ οὐκ ἂν μοι ἐρίσσειε βροτὸς ἄλλος. «τῇ ἐν τῇ διακονίᾳ ἐνεργείᾳ» (Σχόλ.), Ὀδ. Ο. 321· οὕτω παρ’ Ἀττ., γνώμῃ ἐρ. τινὶ Λυσ. 194. 34· ὡσαύτως ἐρίζητον (Ἐπικ. ἀντὶ -ετον) περὶ ἴσης Ἰλ. Μ. 423· ἐρίσσειαν περὶ μύθων Ο. 284· ἀθανάτοισιν ἐρίζεσκον περὶ τόξων Ὀδ. Θ. 225, πρβλ. Ἡρόδ. 5. 49· ὡσαύτως μετ’ ἀπαρ., ἐρίζετον ἀλλήλοιϊν χερσὶ μαχήσασθαι Ὀδ. Σ. 38· ἶσα δὲ πίνειν οὔτις οἱ ἀνθρώπων ἤρισεν Φάλαικος παρ’ Ἀθην. 440Ε. 3) ἀπολ., δύναμαι ν’ ἀγωνισθῶ, νὰ ἔλθω εἰς ἅμιλλαν πρός τινα, Νέστωρ οἷος ἔριζεν, «ἐξισοῦτο» (Σχολ.) Ἰλ. Β. 555. ΙΙ. ὁ Ὅμ. ἐνίοτε μεταχειρίζεται τὸ μέσ. ὡς τὸ ἐνεργ., ᾧ τόξῳ οὔ τίς τοι ἐρίζεται Ἰλ. Ε. 172· ἀνδρῶν δ’ ἤ κέν τίς μοι ἐρίσσεται... κτήμασιν Ὀδ. Δ. 80· οὕτως, ἐρίζετο βουλὰς Κρονίωνι Ἡσ. Θ. 534· οὕτω καὶ ἐν τῷ παθ. πρκμ., τῷ οὔ τις ἐρήρισται κράτος ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 53, πρβλ. Πινδ. Ο. 1. 155, Ι. 4. 49 (3. 47).
English (Autenrieth)
ipf. iter. ἐρίζεσκον, aor. subj. ἐρίσωσιν, opt. ἐρίσειε, -αν, mid. aor. subj. ἐρίσσεται: = ἐριδαίνω, θ 22, Il. 5.172.
English (Slater)
ἐρίζω (ἐρίζει, -οντι; -ίζειν: fut. ἐρίξω: aor. ἔριξε, ἔρᾰσαν: med. ἐρίζεται; -όμενοι, -όμεναι.) struggle, contest abs., ἐν δρόμοις Πέλοπος ἵνα ταχυτὰς ποδῶν ἐρίζεται ἀκμαί τ' ἰσχύος θρασύπονοι (O. 1.95) καὶ σθένει γυίων ἐρίζοντι θρασεῖ (N. 5.39) καὶ γὰρ ἐριζόμεναι νᾶες ἐν πόντῳ καὶ ὑφ' ἅρμασιν ἵπποι (I. 5.4) Ζεὺς ὅτ' ἀμφὶ Θέτιος ἀγλαός τ ἔρισαν Ποσειδὰν γάμῳ (Benedictus: ἔρισας cod.) (I. 8.27) c. acc. cogn., ὅσσα τ' ἔριξε λευκωλένῳ ἄκναμπτον Ἥρᾳ μένος ἀντερείδων (Pae. 6.87) οὐ ψεῦδος ἐρίξω ? strive in falsehood fr. 11. c. dat., ἅπτεται δ' ἐσλῶν ἀεί, χειρόνεσσι δ οὐκ ἐρίζει (sc. φθόνος) (N. 8.22) Πανελλάνεσσι δ' ἐρίζομενοι δαπάνᾳ χαῖρον ἵππων (I. 4.29) c. πρός, ἀντία, against, οὐκ ἐρίζων ἀντία τοῖς ἀγαθοῖς (P. 4.285) χρὴ δὲ πρὸς θεὸν οὐκ ἐρίζειν (P. 2.88)
English (Strong)
from ἔρις; to wrangle: strive.
English (Thayer)
(future ἐρίσω, cf. Buttmann, 37 (32)); (ἔρις); to wrangle, engage in strife (Latin rix ari): οὐκ ἐρίσει the Evangelist seems to describe the calm temper of Jesus in contrast with the vehemence of the Jewish doctors wrangling together about tenets and practices. (From Homer down.))
Greek Monolingual
(AM ἐρίζω) έριδα
1. φιλονεικώ, μαλώνω, τσακώνομαι, λογομαχώ («γυναίκες ερίζουσαι περί του ποία είχε σειράν να γεμίσει», Παπαδ.)
2. είμαι αντίπαλος κάποιου, παραβγαίνω, συναγωνίζομαι
ανταγωνίζομαι
μσν.
προσπαθώ να μιμηθώ κάποιον
αρχ.-μσν.
συναγωνίζομαι, είμαι εφάμιλλος με κάποιον
αρχ.
1. μπορώ να αγωνιστώ, να έλθω σε άμιλλα με κάποιον
2. (για σοφιστικές φιλονεικίες) συζητώ σοφιστικά με κάποιον και λογομαχώ, φιλονεικώ
3. παθ. ἐρίζομαι
ορίζομαι ως αγώνισμα («ταχυτὰς ποδῶν ἐρίζεται» — γίνονται αγώνες ταχύτητας ποδών, Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ερίδ- (έρις, -ιδος) + επίθ. jω
πρβλ. ελπίζω < ελπίδ-jω].
Greek Monotonic
ἐρίζω: Επικ. απαρ. ἐριζέμεναι, -εμεν, Δωρ. ἔρισδεν· παρατ. ἤριζον, Επικ. ἔριζον, Ιων. ἐρίζεσκον, μέλ. ἐρίσω· Επικ. αόρ. αʹ ἤρῐσα, Επικ. ευκτ. ἐρίσσειε· παρακ. ἤρῐκα, σε Πολύβ. — Μέσ., Επικ. υποτ. αορ. αʹ ἐρίσσεται (αντί ἐρίσηται)· παρακ. ἐρήρισμαι, (ἔρις)·
I. 1. αντιμάχομαι, αντιπαλεύω, τσακώνομαι, τινί, με κάποιον, σε Όμηρ., Αττ.· πρός τινα, σε Ηρόδ., Πλάτ.
2. τινί, σε Όμηρ.· με αιτ. πράγμ., συναγωνίζομαι με κάποιον σε κάτι, στον ίδ.· επίσης, με δοτ. πράγμ., σε Ομήρ. Οδ., Αττ.
3. απόλ., συμμετέχω σε διαγωνισμό, διατηρώ το συναγωνισμό, σε Ομήρ. Ιλ.
II. ο Όμηρος μερικές φορές χρησιμοποιεί τη Μέσ. όπως την Ενεργ.
Middle Liddell
ἔρις
I. to strive, wrangle, quarrel, τινί with one, Hom., Attic; πρός τινα Hdt., Plat.
2. to rival, vie with, be a match for, τινί Hom.:—c. acc. rei, to contend with one in a thing, Hom.;—also, c. dat. rei, Od., Attic
3. absol. to engage in a contest, keep the contest up, Il.
II. Hom. sometimes uses the Mid., like the Act.
Chinese
原文音譯:™r⋯zw 誒里索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:爭吵化
字義溯源:爭辯,爭吵,爭競,抗爭;源自(ἔρις)*=爭論)
出現次數:總共(1);太(1)
譯字彙編:
1) 他⋯爭競(1) 太12:19
Mantoulidis Etymological
(=μαλώνω). Ἡ ρίζα ερ- ἤ συγγενικό μέ τό ἐρεθίζω καί τό ἀρή (=κατάρα). Ἐρίδ-j-ω→ ἐρίζω.
Παράγωγα: ἔρις (=φιλονεικία), ἔρισμα, ἐρισμός, ἐριστής, ἐριστικός (=μαχητικός), ἐριστός, ἀναμφήριστος (=ἀδιαφιλονίκητος), ἀναμφηρίστως.