τῶν οἰκιῶν ὑμῶν ἐμπιπραμένων αὐτοὶ ᾄδετε → your homes are on fire and all you can do is sing
ξενορρυής: -ές, ὁ ξένως, παραδόξως ῥέων, Ψευδο-Ἀθαν. IV, 945Α.
ξενορρυής, -ές (Α)αυτός που ρέει με παράξενο τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -ρρυής (< ῥέω, πρβλ. αορ. β' ἐ-ρρύ-ην), πρβλ. αιμο-ρρυής, γονο-ρρυής].