ξενορρυής

From LSJ
Revision as of 11:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

τῶν οἰκιῶν ὑμῶν ἐμπιπραμένων αὐτοὶ ᾄδετε → your homes are on fire and all you can do is sing

Source

Greek (Liddell-Scott)

ξενορρυής: -ές, ὁ ξένως, παραδόξως ῥέων, Ψευδο-Ἀθαν. IV, 945Α.

Greek Monolingual

ξενορρυής, -ές (Α)
αυτός που ρέει με παράξενο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -ρρυής (< ῥέω, πρβλ. αορ. β' -ρρύ-ην), πρβλ. αιμο-ρρυής, γονο-ρρυής].