Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau
adv.
en étranger : ξένως ἔχειν τινός être étranger à qch.
Étymologie: ξένος.
ξένως: чуждо, по-чужому: ξ. ἔχω τῆς ἐνθάδε λέξεως Plat. здешний язык чужд мне.
ξένως: ἴδε ξένος ἐν τέλει.