ομματοστερής

From LSJ
Revision as of 12:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch

Menander, Monostichoi, 172

Greek Monolingual

ὀμματοστερής, -ές (Α)
1. αυτός που δεν έχει οφθαλμούς
2. αυτός που στερεί από κάποιον τους οφθαλμούς («φλογμὸς ὀμματοστερὴς φυτῶν» — ο καύσωνας στερεί τα φυτά από τα μπουμπούκια τους, Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄμμα, -ατος + -στερής (< στέρομαι «στερούμαι»), πρβλ. ηλιο-στερής, πατρο-στερής].