καύσωνας
οἱ βάρβαροι γὰρ ἄνδρας ἡγοῦνται μόνους τοὺς πλεῖστα δυναμένους καταφαγεῖν καὶ πιεῖν → for great feeders and heavy drinkers are alone esteemed as men by the barbarians
Greek Monolingual
ο (ΑΜ καύσων, -ωνος, Μ και καύσωνας) καύσος
υπερβολική θερμότητα της ατμόσφαιρας, ανυπόφορη ζέστη, κάψα, λάβρα, λιοπύρι (α. «πέθαναν πολλά άτομα από τον καύσωνα» β. «ὁ καύσων ἦλθεν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῦ, καὶ ἔπεσεν ἐπὶ τὴν κλίνην», ΠΔ)
μσν.
μτφ.
1. πόνος, λύπη
2. σφοδρός ερωτικός πόθος
3. το δυσάρεστο αίσθημα της δίψας («δίψης καύσων», Ευστ.)
4. το δυσάρεστο αίσθημα από την κόπωση («τὸν τοῦ κόπου καύσωνα», Κ. Μανασσ.)
αρχ.
1. ως επίθ. (για άνεμο) θερμός, ξηρός και πνιγηρός («ὡς ἄνεμον καύσωνα διασπερῶ αὐτούς», ΠΔ)
2. το δηλητηριώδες ερπετό διψάς
3. φρ. α) «καύσων στομάχου» — καούρα στο στομάχι, ξινίλα
β) «καύσων πυρετός» — διαλείπων πυρετός, καύσος.