σαρκοτρόφος

From LSJ
Revision as of 12:27, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (36)

πλέομεν δ' ἐπὶ οἴνοπα πόντον → we're sailing upon the wine-dark sea

Source

Greek (Liddell-Scott)

σαρκοτρόφος: ὁ τρέφων τὴν σάρκα, προάγων ἢ παράγων σάρκα, Ideler Φυσ. 1. 208.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που προάγει ή παράγει τη σάρκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. ιχθυο-τρόφος, οινο-τρόφος].