οξύρρινος
From LSJ
Ὑπὲρ σεαυτοῦ μὴ φράσῃς ἐγκώμιον → Noli ipse laudis facere tibi praeconium → Dich selbst bedenke nicht mit einem Lobgedicht
Ὑπὲρ σεαυτοῦ μὴ φράσῃς ἐγκώμιον → Noli ipse laudis facere tibi praeconium → Dich selbst bedenke nicht mit einem Lobgedicht
-η, -ο (Α ὀξύρρινος, -ον)
αυτός που έχει αιχμηρή και λεπτή μύτη
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο οξύρρινος
ζωολ. γένος σελαχίων της οικογένειας ιχθύων λαμνίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -ρρινος (< ῥίς, ῥινός «μύτη»), πρβλ. πλατύ-ρρινος].