τυφὼς γὰρ ἐκβαίνειν παρασκευάζεται → a hurricane is getting ready to burst
ὀξύγοος, -ον (Α)(ποιητ. τ.) αυτός που φωνάζει ή θρηνεί γοερά.[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -γοος (< γοώ), πρβλ. αβρό-γοος].