οξύγοος

From LSJ

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source

Greek Monolingual

ὀξύγοος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που φωνάζει ή θρηνεί γοερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -γοος (< γοώ), πρβλ. αβρόγοος].