ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments
ὀξύγοος, -ον (Α)(ποιητ. τ.) αυτός που φωνάζει ή θρηνεί γοερά.[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -γοος (< γοώ), πρβλ. αβρόγοος].