ορείτροφος
From LSJ
πρὸς ὀλίγον ἡσθεὶς ναυτιᾷ → having been delighted a very little while, he is nauseated
Greek Monolingual
ὀρείτροφος και ὀρίτροφος, και ὀρεσίτροφος, -ον (Α)
αυτός που τρέφεται στα όρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει- / ὀρι- / ὀρεσί-(βλ. λ. όρος [II]) + -τροφος (< τρέφω), πρβλ. αλί-τροφος].