ὀρείτροφος

From LSJ

Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 277
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρείτροφος Medium diacritics: ὀρείτροφος Low diacritics: ορείτροφος Capitals: ΟΡΕΙΤΡΟΦΟΣ
Transliteration A: oreítrophos Transliteration B: oreitrophos Transliteration C: oreitrofos Beta Code: o)rei/trofos

English (LSJ)

ον, = ὀρειτρεφής.

German (Pape)

[Seite 372] auf Bergen ernährt, erzogen, gewachsen, Schol. Lycophr. 675.

Greek Monolingual

ὀρείτροφος και ὀρίτροφος, και ὀρεσίτροφος, -ον (Α)
αυτός που τρέφεται στα όρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρει- / ὀρι- / ὀρεσί-(βλ. λ. όρος [II]) + -τροφος (< τρέφω), πρβλ. αλίτροφος].