-ές (ΑΜ ὀξυτελής, -ές)νεοελλ.το αρσ. ως ουσ. ο οξυτελήςεντομολ. γένος μικρών κολεόπτερων εντόμωνμσν.-αρχ.αυτός που λήγει σε οξύ άκρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -τελής (< τέλος), πρβλ. ημι-τελής].