οξυτελής

Revision as of 11:20, 14 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<i>ο [[" to "ο [[")

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ ὀξυτελής, -ές)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο οξυτελής
εντομολ. γένος μικρών κολεόπτερων εντόμων
μσν.-αρχ.
αυτός που λήγει σε οξύ άκρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + -τελής (< τέλος), πρβλ. ημι-τελής].