ορθοκέρατος
From LSJ
Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz
-η, -ο (Α ὀρθοκέρατος, -ον)
αυτός που έχει όρθια, στητά κέρατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -κέρατος (< κέρας, -ατος), πρβλ. οξυ-κέρατος].