ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
ἡ, Μταξίδι με τα πόδια, πεζοπορία.[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + -φορία (< -φόρος < φέρω), πρβλ. καρπο-φορία].