πεζοπορία

From LSJ

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεζοπορία Medium diacritics: πεζοπορία Low diacritics: πεζοπορία Capitals: ΠΕΖΟΠΟΡΙΑ
Transliteration A: pezoporía Transliteration B: pezoporia Transliteration C: pezoporia Beta Code: pezopori/a

English (LSJ)

ἡ, landjourney, Hdn.Epim.105.

German (Pape)

[Seite 542] ἡ, zu Fuße Gehen, Hdn. epimer. 105.

Greek (Liddell-Scott)

πεζοπορία: ἡ, ὁδοιπορία διὰ ξηρᾶς, Ἡρῳδιαν. Ἐπιμ. 105, Ἐκκλ.· -πορεία, Φωτ. Βίβλ. 183. 10, ἀλλ’ οὐχὶ ὀρθῶς.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ πεζοπόρος
βάδισμα με τα πόδια, πορεία πεζή, περπάτημα
μσν.-αρχ.
ταξίδι στην ξηρά, οδοιπορία.