ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)
-ές, Ν
αυτός που υπέστη ζημιές από τον πόλεμο χωρίς να μετάσχει ενεργά σε αυτόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + -παθής (< πάθος), πρβλ. πλημμυρο-παθής].