τελετουργός

Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

German (Pape)

[Seite 1086] eine Weihe, Einweihung vollbringend, einweihend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τελετουργός: -όν, ὁ ἐνεργῶν διὰ μέσου τελετῶν, Διον. Ἀρεοπ.

Greek Monolingual

-όν, Α
ιερουργός, μυσταγωγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τελετή + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ιερ-ουργός].