τελετουργός

From LSJ

Εὔχου δ' ἔχειν τι, κἂν ἔχῃς, ἕξεις φίλους → Opta aliquid habeas: qui habet, is et amicos habet → Zu haben wünsche Hast du, hast du Freunde auch

Menander, Monostichoi, 174

German (Pape)

[Seite 1086] eine Weihe, Einweihung vollbringend, einweihend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τελετουργός: -όν, ὁ ἐνεργῶν διὰ μέσου τελετῶν, Διον. Ἀρεοπ.

Greek Monolingual

-όν, Α
ιερουργός, μυσταγωγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τελετή + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ιερουργός].