ὀλιγοετής

From LSJ
Revision as of 12:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321

German (Pape)

[Seite 320] ές, von wenig Jahren, χρόνος, Poll. 1, 58.

Greek Monolingual

-ές (Α ὀλιγοετής, -ες και ὀλιγοετής, -ές)
αυτός που διαρκεί ή ισχύει λίγα χρόνια
νεοελλ.
αυτός που έχει μικρή ηλικία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -ετής / -έτης (< ἔτος), πρβλ. πολυ-ετής].