Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches
-ές, Ν (λόγιος τ.) (για γη) γεμάτος χόρτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόρτο(ς) + -βριθής (< βρίθος < βρίθω «γεμίζω»), πρβλ. σιδηρο-βριθής].