γεμάτος
Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren
Greek Monolingual
και γιομάτος, -η, -ο (Μ γεμάτος, -η, -ον)
1. πλήρης, μεστός από κάτι
2. (για πρόσωπα) ευτραφής
3. (για πράγματα) παχύς, πυκνός
4. (για χτυπήματα) ισχυρός, δυνατός («μια γροθιά γεμάτη», «γεμάτην κονταρέαν»)
5. ολοκληρωμένος («χαρά γεμάτη»)
νεοελλ.
1. (για το φεγγάρι) με πλήρη δίσκο, πανσέληνος
2. (για όπλο) αυτό που έχει μέσα φυσίγγια ή γόμωση πυρίτιδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. γεμάτος < γέμω + (κατάλ.) -άτος (πρβλ. τρέχω-τρεχάτος, φεύγω-φευγάτος). Στον μεταπλασμένο τ. της λέξης, στον τ. γιομάτος (όπου το -ο- αντί του -ε- λόγω επιδράσεως του επόμενου χειλικού συμφώνου) παρατηρείται μεταβίβαση της ουρανικότητας από το συνώνυμο γεμάτος (πρβλ. επίσης γεμίζω-γιομίζω, γέμα -γιόμα κ.ά.)].