καταλύτης

Revision as of 13:48, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")

English (LSJ)

[ῠ], ου, ὁ, A lodger, stranger, Plb.2.15.6, Plu.Sull.25. II arbitrator, IG5(2).357.15.

German (Pape)

[Seite 1362] ὁ, der bei Einem einkehrt, der Gast; Pol. 2, 15, 6; Plut. Sull. 25.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
voyageur qui descend dans une hôtellerie ou qui séjourne chez qqn.
Étymologie: καταλύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταλύτης -ου, ὁ [καταλύω] ingekwartierde soldaat.

Russian (Dvoretsky)

καταλύτης: ου (ῠ) ὁ постоялец, заезжий, гость Polyb., Plat.

Greek (Liddell-Scott)

καταλύτης: ῠ, ου, ὁ, καταλύων, ξένος, τοὺς κ. παρίενται οἱ πανδοχεῖς Πολύβ. 2. 15, 6, Πλουτ. Σύλλ. 25· ἀλλὰ, 2)καταλυτής, ὁ, (ὀξυτόνως), καθαιρέτης, καταστροφεύς, ὁ κ. τοῦ φθόνου, τῆς ἀλαζονείας, Ἐκκλ.·― πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 431 κἑξ., ἔνθα ἀποδοκιμάζεται ὁ ὀξυτόνως φερόμενος τύπος.

Greek Monolingual

ο (Α καταλύτης)
νεοελλ.
χημ. σώμα που προκαλεί καταλυτική δράση
αρχ.
1. αυτός που καταλύει κοντά σε κάποιον, φιλοξενούμενος
2. διαιτητής.