παραπροίκι

From LSJ
Revision as of 12:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχειFelix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 340

Greek Monolingual

το
το εξώπροικο, το πανωπροίκι, περιουσία που δίνουν οι γονείς της νύφης στον γαμπρό πάνω από την κανονική προίκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + προίκα (πρβλ. πανω-προίκι)].