περιουσία

From LSJ

Ἀλλ' ὑπ' ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain

Sophocles, Antigone, 221-2
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιουσία Medium diacritics: περιουσία Low diacritics: περιουσία Capitals: ΠΕΡΙΟΥΣΙΑ
Transliteration A: periousía Transliteration B: periousia Transliteration C: periousia Beta Code: periousi/a

English (LSJ)

ἡ, (περίειμι > εἰμί)
A sum, that which is over and above, surplus, abundance, ἐρίων Ar.Nu.50; νεῶν Th.3.13; χρημάτων Id.1.2, 2.13; οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσία = either from lack of knowledge or from superfluity of modesty Pl.Grg. 487e; τοσαύτῃ περιουσία χρήσασθαι πονηρίας = in the veriest extravagance of malice D.19.55; ἂν βούλησθε ἀκούειν καί μοι περιουσία ᾖ τοῦ ὕδατος = if you care to hear and if the water in the water-clock holds out, i.e. time enough for speaking, Id.59.20.
2 residuum, Hp.Cord.11.
II abs., net gain, profit, ἀπὸ παντὸς περιουσίαν ποιεῖσθαι Pl.R. 554a; οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως = for selfish greed had no place in their statesmanship (so as to bring them advantage), D.3.26; ἐγὼ δ᾽ ὅσα μὲν τῆς ἰδίας τρυφῆς εἵνεκα Μειδίας καὶ περιουσίας κτᾶται = I do not see how the mass of Athenians are benefited by all the wealth that Meidias retains for private luxury and superfluous display Id.21.159, cf. Plb.4.21.1; στρατεία οὐ φέρει περιουσίαν Men.382: pl., opp. τὰ ἀναγκαῖα, Isoc.11.15: with Preps., ἀπὸ περιουσίας = with plenty of other resources, Th.5.103; πρὸς περιουσίαν, opp. πρὸς τὰς ἀναγκαίας χρείας, Plb.4.38.4: most freq. ἐκ περιουσίας = out of the abundance (of their store), Pl.Tht.154e, etc.; ἐκ περιουσίας χρῆσθαι D.S.20.59; ἐκ περιουσίας ζῆν = to live on one's own resources, Ath.4.168a; ἐκ περιουσίας κατηγορεῖν τινος = prosecute from a position of advantage, prosecute at an advantage, prosecute from a position of strength, D.18.3; also ξενοτροφεῖν ἐκ τῆς περιουσίας J.BJ1.2.5; τὰ ἐκ περιουσίας = superfluities, opp. τὰ ἀναγκαῖα, Arist.Top. 118a6.
2 superiority of numbers or force, Th.5.71; τοσαύτην ἔχειν περιουσίαν, ὥστεD.S.4.12; π. τῆς δυνάμεως Iamb.Myst.5.23.
III survival, τίς οὖν ἡ ταύτης περιουσίαν; = what is its chance of being saved? D. 19.79.

German (Pape)

[Seite 585] ἡ, das, was übrig ist, bleibt, Überfluß, Ar. Nubb. 51; bes. Reichtum, Wohlstand, περιουσίας ἔχειν χρημάτων, Thuc. 1, 7. 2, 13 u. oft; Gegensatz ἔνδεια, Plat. Gorg. 487 e; ἀπὸ παντὸς περιουσίαν ποιούμενος, sich bereichernd, Rep. VIII, 554 a; ἐκ περιουσίας ἀλλήλων ἀποπειρώμενοι, zum Überfluß, ohne Noth, zum Zeitvertreib, Theaet. 154 d; vgl. Dem. 18, 3; περιουσίας χάριν, Pol. 4, 21, 1; ἐν τοιαύτῃ περιουσίᾳ τῶν ἐπιτηδείων ἦσαν, 3, 90, 7; auch πρὸς περιουσίαν dem πρὸς τὰς ἀναγκαίας τοῦ βίου χρείας entgegengesetzt, 4, 38, 4; vgl. τοὺς μὴ ἔκ τινος περιουσίας ζῶντας, Ath. IV, 168; a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 reste, excédent : περιουσίαν ποιεῖν XÉN faire provision, épargner qch ; εἰς περιουσίαν πράττεσθαι τὰ τῆς πόλεως DÉM gérer les affaires de l'État de telle sorte qu'on y économise qch;
2 superflu : χρῆσθαι τῇ ἐλπίδι ἀπὸ περιουσίας THC admettre encore l'espérance par surcroît ; ἐκ περιουσίας, à profusion, abondamment ; sans nécessité, de gaieté de cœur.
Étymologie: part. fém. de περίειμι¹.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιουσία -ας, ἡ [1. περίειμι] het overleven, behoud:. τίς οὖν ἡ ταύτης περιουσία; wat heeft dan het behoud daarvan (van de Chersonesus) te betekenen? Dem. 19.79. voordeel:. ἀπὸ παντὸς περιουσίαν ποιούμενος overal een slaatje uit slaand Plat. Resp. 554a; οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ’ αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως de staatszaken werden niet door hen gedaan tot eigen voordeel Dem. 3.26. overvloed, overmaat, teveel:. τοσαύτῃ περιουσίᾳ χρῆσασθαι πονηρίας een zo grote overvloed aan kwaadaardigheid tentoonspreiden Dem. 19.55; ἐκ περιουσίας μου κατηγορεῖ hij klaagt mij aan uit balorigheid Dem. 18.3; ὅπως ἐκ περιουσίας ἔχωσιν... σῖτον opdat ze voedsel in overvloed hebben Plut. Luc. 17.2; τῷ... δεξιῷ ἔτι περιουσίαν ἔσεσθαι dat zijn rechtervleugel nog de overmacht zou hebben Thuc. 5.71.3.

Russian (Dvoretsky)

περιουσία:
1 избыток, изобилие, достаток (χρημάτων, νεῶν Thuc.): αἰσχύνης περιουσίᾳ Plat. из-за чрезмерной робости; π. ἐάν μοι ᾖ τοῦ ὕδατος Dem. если у меня достаточно воды (в клепсидре), т. е. если хватит мне регламента; π. πονηρίας Dem. необычайная порочность; ἀπὸ περιουσίας Thuc. при наличии достаточных средств; ἐκ περιουσίας Xen., Plat. etc. в изобилии, тж. от изобилия (времени), от нечего делать;
2 обогащение, прибыль, выгода: εἰς περιουσίαν Dem. для (собственного) обогащения; ἀπὸ παντὸς περιουσίαν ποιεῖσθαι Plat. из всего извлекать прибыль;
3 преобладание (над противником), превосходство Thuc., Diod.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
1. τα ενσώματα υλικά αγαθά, το σύνολο τών πραγμάτων, όπως λ.χ. σπίτια, κτήματα, χρήματα, έπιπλα, κοσμήματα κ.ά., που συγκεντρώνονται στο πρόσωπο συγκεκριμένου δικαιούχου και είναι αποτιμητά σε χρήμα, το βιός (α. «μοίρασαν την πατρική τους περιουσία δίκαια» β. «οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετο αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως», Δημοσθ.)
2. φρ. «ἐκ περιουσίας» ή «ἀπὸ περιουσίας» — από μνήμης, χωρίς ιδιαίτερη προετοιμασία, από το περίσσευμα τών γνώσεων κάποιου
νεοελλ.
1. (νομ.) α) (με ευρεία έννοια) το σύνολο τών αποτιμητών σε χρήμα έννομων σχέσεων και πραγματικών καταστάσεων ορισμένου φυσικού ή νομικού προσώπου
β) (με στενότερη έννοια) το σύνολο τών αποτιμητών σε χρήμα δικαιωμάτων ορισμένου προσώπου
2. φρ. α) «εκκλησιαστική περιουσία» — η ακίνητη και κινητή ιδιοκτησία της Εκκλησίας, η οποία συνδέεται άμεσα ή έμμεσα με τη θεία λατρεία ή και με την ευρύτερη πνευματική αποστολή της Εκκλησίας στον κόσμο
β) «μού στοίχισε μια περιουσία» — στοίχισε πολύ ακριβά
μσν.-αρχ.
1. πλεόνασμα, περίσσευμαὥστε οὐκ εἰκὸς αὐτοὺς περιουσίαν νεῶν ἔχειν», Θουκ.)
2. παροχή, δυνατότητα («ἀπίστοις... πολλὴν παρέχειν... δυσφημίας περιουσίαν», Ευστ.)
3. επιβίωση («Νῶε διασωθείς... εἰς δευτέραν περιουσίαν ἀποδοθῇ», Κλημ.)
4. φρ. α) «ἐκ περιουσίας» — εκ περισσού, περισσότερο απ' ό,τι είναι απαραίτητο
β) «ἐν. περιουσίᾳ» — άφθονα, με αφθονία («ὀλιγοδεὴς ὤν καὶ ἐν περιουσίᾳ παντὸς ἀγαθοῦ»
γ) «μετὰ περιουσίας» ή «σὺν περιουσίᾳ» — με θάρρος, με δύναμη («τρυφὴν ἀτιμάζων μετὰ πολλῆς τῆς περιουσίας»
αρχ.
1. περιττή προσθήκη
2. υποστάθμη, κατακάθι
3. (για αριθμό ή δύναμη αντιπάλων) υπεροχή («νομίζων τῷ θ' ἑαυτῶν δεξιῷ ἔτι περιουσίαν ἔσεσθαι», Θουκ.)
4. σωτηρία, διάσωση («τίς οὖν ἡ ταύτης περιουσία τῶν φόβων ἀφηρημένων», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + οὐσία].

Greek Monotonic

περιουσία: ἡ, (περί-ειμι, Λατ. supersum
I. αυτό που βρίσκεται πέρα και πάνω από τα απαραίτητα έξοδα, πλεόνασμα, περίσσευμα, αφθονία, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.
II. 1. απόλ., αφθονία, πλούτος, περιουσία, σε Αριστοφ., Πλάτ. κ.λπ.· ἀπὸ περιουσίας, με αφθονία σε άλλα μέσα, Λατ. ex abundanti, σε Θουκ. κ.λπ.· εἰς περιουσίαν, έτσι ώστε να προκύψει όφελος, σε Δημ.· ἐκ περιουσίας, σε αφθονία, στον ίδ.
2. υπεροχή σε αριθμό ή δύναμη, σε Θουκ.
3. διάσωση κάποιου, επιβίωση, τίς οὖνταύτης περιουσία; ποια είναι η πιθανότητα σωτηρίας; σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

περιουσία: ἡ (περίειμι (εἰμὶ) περίσσευμα, πλεόνασμα, ἀφθονία, περισσεία, ἐρίων Ἀριστοφ. Νεφ. 50· νεῶν Θουκ. 3. 13· χρημάτων π. ὁ αὐτ. 1. 2., 2. 13· οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ’ αἰσχύνης π. Πλάτ. Γοργ. 487Ε· τοσαύτῃ π. χρήσασθαι πονηρίας Δημ. 358. 21· ἂν βούλησθε ἀκούειν καί μοι περιουσία ᾖ τοῦ ὕδατος, δηλ. ἀρκετὸς καιρὸς πρὸς ἀγόρευσιν, ὁ αὐτ. 1351. 20. ΙΙ. ἀπολ., ἀφθονία, πλοῦτος, περιουσία, ἀπὸ παντὸς περιουσίαν ποιεῖσθαι Πλάτ. Πολ. 554Α· οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετο αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως, οὕτως ὥστε νὰ ὠφελῶνται αὐτοί, Δημ. 35. 23· τῆς ἰδίας τρυφῆς ἕνεκα καὶ π. ὁ αὐτ. 566. 2, πρβλ. Πολύβ. 4. 21, 1· ἐν τῷ πληθ., Ἰσοκρ. 224C, κτλ.· - μετὰ προθ., ἀπὸ περιουσίας, ἔχοντες ἀφθονίαν ἄλλων μέσων, Θουκ. 5. 103· πρὸς περιουσίαν, ἀντίθετον τῷ: πρὸς τὰς ἀναγκαίας χρείας, Πολύβ. 4. 38, 4· - συνηθέστατα, ἐκ περιουσίας, ἐν ἀφθονίᾳ, Ἀριστ. Τοπ. 3. 2, 10, Διόδ. 20. 59, κτλ.· ἐκ περιουσίας, ἐκ τῆς ἀφθονίας (τῶν ὅσα ἕχουσι), Πλάτ. Θεαίτ. 154D· ἐκ π. ζῆν, ἐξ ἰδίας περιουσίας, Ἀθήν. 168Α, πρβλ. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πολ. 1. 2, 5· ἐκ π. κατηγορεῖν τινός, ὑπὸ εὐνοϊκωτέρους ὅρους, Δημ. 226. 19. 2) ὑπεροχὴ ἀριθμοῦ ἢ δυνάμεως, Θουκ. 5. 71· τοσαύτην ἔχειν π., ὥστε.. Διόδ. 4. 12. 3) τὸ σῴζεσθαι καὶ διαμένειν, τὸ ἐπιζῆν, τίς οὖν ἡ ταύτης π.; ἡ πιθανότης τῆς σωτηρίας αὐτῆς, Δημ. 366. 8, πρβλ. 365. 21 κἑξ.

Middle Liddell

περιουσία, ἡ, περίειμι, supersum
I. that which is over and above necessary expenses, surplus, abundance, plenty, Ar., Thuc., etc.
II. absol. abundance, plenty, wealth, Plat., etc.; ἀπὸ περιουσίας with plenty of other resources, ex abundanti, Thuc., etc.; εἰς περιουσίαν so as to bring advantage, Dem.; ἐκ περιουσίας at an advantage, Dem.
2. superiority of numbers or force, Thuc.
3. a being saved, survival, τίς οὖν ἡ ταύτης π.; what is its chance of being saved? Dem.

English (Woodhouse)

abundance, superfluity, surplus, overabundance, superiority in numbers

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό περίειμιπερί + εἰμί, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Lexicon Thucydideum

copia, plenty, supply, 1.2.2,
item likewise 1.7.1. 1.8.3, 1.11.2, 1.123.1, 1.141.5, 2.13.2, 3.13.4, 5.103.1,
in magna opum abundantia., in great abundance of wealth. 6.17.7, 7.13.1, 8.45.2,
copia luxuriantes., luxuriating in plenty.
actio, system 5.71.3,
superiores fore., they would be victorious.

Translations

possession

Arabic: مُمْتَلَك‎; Armenian: գույք, սեփականություն; Belarusian: маёмасць, маёмасьць, скарб; Bulgarian: имущество, собственост; Burmese: ဥစ္စာ; Catalan: possessió, propietat; Chinese Mandarin: 所有物, 財產, 财产; Czech: majetek; Dutch: bezitting; Esperanto: posedaĵo; Finnish: omaisuus; French: bien; Galician: posesión; Georgian: ქონა; German: Gut; Gothic: 𐌰𐌹𐌷𐍄𐍃, 𐍃𐍅𐌴𐍃; Greek: περιουσιακό στοιχείο, απόκτημα, κτήμα, περιουσία; Ancient Greek: κτῆμα, κτέαρ; Hungarian: birtok, tulajdon, vagyon, javak; Irish: sealúchas; Japanese: 保有物, 所有物; Khmer: កម្មសិទ្ធិ; Korean: 소유물; Latin: bonum; Macedonian: сопственост; Middle English: warisoun; Navajo: inchxǫ́ʼí, yódí; Norwegian Bokmål: eiendom; Old English: ǣht, āgenung; Polish: dobytek, własność, majątek; Portuguese: possessão, posse; Romanian: posesie, proprietate; Russian: имущество, собственность, добро, скарб; Slovak: majetok; Spanish: posesión; Swedish: ägodel, egendom; Thai: ครอบครอง; Tocharian B: waipecce; Ukrainian: майно, має́тність, скарб, худоба