τοὐλεύθερον γὰρ ὄνομα παντὸς ἄξιον → the title ‘free' is worth everything
το, Ν1. μίσθωμα για βοσκοτόπι2. τόπος από όπου προμηθεύονται τα ξύλα για τα καμίνια οι ασβεστάδες.[ΕΤΥΜΟΛ. < τόπος + κατάλ. -ιάτικο, ουδ. της κατάλ. -ιάτικος (πρβλ. μην-ιάτικο)].