μίσθωμα

From LSJ

ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μίσθωμα Medium diacritics: μίσθωμα Low diacritics: μίσθωμα Capitals: ΜΙΣΘΩΜΑ
Transliteration A: místhōma Transliteration B: misthōma Transliteration C: misthoma Beta Code: mi/sqwma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A price agreed on in hiring, contract-price, Hdt.2.180, etc.: pl., IG12.347.43, al. (v B.C.), 22.334.28 (iv B.C.); a courtesan's price, Machoap.Ath.13.581a; τῶν ἀκροαμάτων τὰ μ. Phylarch.66 J.; τὰ παρά τινος μ. Alciphr.1.37.
2 contract, μισθοῦσι μισθώματα farm out contracts, Arist.Ath.47.2, cf. D.19.125; ἀπὸ μισθωμάτων θύειν by contract, Isoc.7.29 (but expld. as from the proceeds of rents by Did. ap. Harp.).
3 rent, IG12(7).55.15 (Amorgos, iv/iii B.C.), Tab.Heracl.1.128.
II that which is let for hire, hired house, Act.Ap.28.30.

German (Pape)

[Seite 191] τό, das Verdungene, der ausbedungene Lohn, um den man Etwas auszuführen übernommen hat; Her. 2, 180; Dem. 19, 125; Miethszins, Pacht, Isocr. 7, 30 u. Sp., wie Luc. Tim. 22; μίσθωμα λαμβάνειν, Ath. XII, 526 b; μίσθωμα πράττεται πόσον τῆς νυκτός, com. bei Ath. XIII, 581 a, u. so öfter von den Hetären.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
paye, solde, salaire;
NT: frais, dépense ; prix d'une chose louée, loyer.
Étymologie: μισθόω.

Russian (Dvoretsky)

μίσθωμα: ατος τό
1 договорная сумма или цена Her., Dem.;
2 арендная плата Isocr.;
3 наемный дом (μένειν ἐν ἰδίῳ μισθώματι NT).

Greek (Liddell-Scott)

μίσθωμα: τό, ἡ συμπεφωνημένη τῆς μισθώσεως τιμή, Ἡρόδ. 2. 180, Δημ. 379. 20· ἰδίως ἡ ἀμοιβὴ πόρνης, ὡς τὸ ἐμπολή, Λατ. captura, Μάχων παρ’ Ἀθην. 581Α, πρβλ. Casaub. Sueton. Calig. 40. 2) ἐνοίκιον, Ἰσοκρ. 145C, Ἡρακλεωτ. Πίνακ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 5774. 128. ΙΙ. ὅ,τι δίδοται ἐπὶ μισθῷ, οἰκία ἐπὶ ἐνοικίῳ, ἔμεινε δὲ ὁ Παῦλος διετίαν ὅλην ἐν ἰδίῳ μισθώματι Πράξ. Ἀποστ. κηϳ, 30.

English (Strong)

from μισθόω; a rented building: hired house.

English (Thayer)

μισθώματος, τό (μισθόω);
1. the price for which anything is either let or hired (Herodotus, Isocrates, Demosthenes, Aelian, others; of a harlot's hire, Philo in Flac. § 16 at the end)).
2. that which is either let or hired for a price, as a house, dwelling, lodging (cf. Lightfoot's Commentary on Philippians, p. 9 note 3)): Acts 28:30.

Greek Monolingual

και μίστωμα, το (ΑΜ μίσθωμα) μισθώνω
το συμφωνημένο χρηματικό ποσό που καταβάλλει ο ενοικιαστήςμισθωτής— στον ιδιοκτήτη —εκμισθωτή— ως αντάλλαγμα για τη χρήση κινητού ή ακίνητου πράγματος, το ενοίκιο, η συμφωνημένη τιμή της μίσθωσης (α. «το μίσθωμα του διαμερίσματος είναι 40.000 δραχμές» β. «τοὺς Δελφοὺς δὴ ἐπέβαλλε τεταρτημόριον τοῦ μισθώματος παρασχεῖν», Ηρόδ.)
μσν.
αμοιβή για υπηρεσία που παρέχεται, μισθός εργασίας
αρχ.
1. αμοιβή πόρνης
2. σπίτι με ενοίκιο («ἔμεινε δὲ ὁ Παῡλος διετίαν ὅλην ἐν ἰδίῳ μισθώματι καὶ ἀπεδέχετο πάντας», ΚΔ).

Greek Monotonic

μίσθωμα: -ατος, τό,
I. συμφωνημένη τιμή για ενοικίαση, τιμή που προκύπτει από συμβόλαιο, σε Ηρόδ., Δημ.
II. αυτό που έχει παραχωρηθεί για ενοικίαση, μισθωμένη οικία, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

μίσθωμα, ατος, τό,
I. the price agreed on in hiring, the contract-price, Hdt., Dem.
II. that which is let for hire, a hired house, NTest. [from μισθόω

Chinese

原文音譯:m⋯sqwma 米士拖馬
詞類次數:名詞(1)
原文字根:雇用的 相當於: (מְחִיר‎)
字義溯源:租的房子,合約金,費用,租用;源自(μισθόω)=雇用);而 (μισθόω)出自(μισθός)*=工資)。參讀 (μισθός)同源字
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 所租的房子(1) 徒28:30

English (Woodhouse)

money paid for use of property

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)