ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones
η / τριβάς, -άδος, ΝΜΑγυναίκα ομοφυλόφιλη, λεσβία.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τριβ- του τρίβω + επίθημα -άς, -άδος (πρβλ. στιβ-άδα)].