ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair
-η, -ο, Νκατασκευασμένος από τσόχα.[ΕΤΥΜΟΛ. < τσόχα + κατάλ. -ινος (πρβλ. μάλλ-ινος)].