φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
-ή, -ό, Ναυτός που τρώει εύκολα το φαγητό ή την τροφή που του δίνουν.[ΕΤΥΜΟΛ. < φαγί + κατάλ. -ανός (πρβλ. τραγ-ανός)].