Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
-αύλακος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που έχει τρεις αύλακες και τρεις προεξοχές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + αὖλαξ, -ακος (πρβλ. πολυ-αῦλαξ)].