φιγουρατζής
From LSJ
Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein
Greek Monolingual
ο, θηλ. φιγουρατζού, Ν
αυτός που του αρέσει να κάνει φιγούρες, να επιδεικνύεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιγούρα + κατάλ. -ατζής (πρβλ. καβγ-ατζής)].