χασμουρητό
From LSJ
Μετὰ δικαίου ἀεὶ διατριβὰς ποιοῦ (Μετὰ δικαίων † τὰς διατριβὰς ποιοῦ) → Cum iustis semper versare in eodem loco → Mit den Gerechten pflege Umgang immerfort
Greek Monolingual
το, Ν
1. χάσμημα
2. (με περιλπτ. σημ.) αλλεπάλληλα χασμήματα («τί χασμουρητό είναι αυτό που μέ έπιασε»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χασμουριέμαι + κατάλ. -ητό (πρβλ. κυνηγ-ητό)].