χασμουριέμαι

From LSJ

τίς Ἑλλὰς ἢ βάρβαρος ἢ τῶν προπάροιθ' εὐγενετᾶν ἕτερος ἔτλα κακῶν τοσῶνδ' αἵματος ἁμερίου τοιάδ' ἄχεα φανερά → what woman Greek or foreign or what other scion of ancient nobility has endured of mortal bloodshed's woes so many, such manifest pains

Source

Greek Monolingual

και χασμουριούμαι ή χασμουριώμαι Ν
1. έχω χασμουρητό, χασμώμαι
2. (ειδικά) νυστάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νεοελλ. τ. του ρ. χασμῶμαι σχηματισμένοι μέσω ενός αμάρτυρου ουσ. χασμ-ούρα (< χάσμη + κατάλ. -ούρα, πρβλ. χασούρα)].