κουνίστρα

From LSJ
Revision as of 13:50, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid

Menander, Monostichoi, 419

Greek Monolingual

η
1. κούνια
2. γυναίκα που κουνά το σώμα της προκλητικά όταν περπατάει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κουνώ + κατάλ. -ίστρα (πρβλ. μανταρ-ίστρα)].