Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind
το (Α ημιθωράκιον)
το πρόσθιο μισό μέρος του θώρακα, δεξιό ή αριστερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + θωράκ-ιο(ν) (< θ. θωρακ- του θώραξ, -ακος + υποκορ. κατάλ. -ιον, πρβλ. παιδ-ίον)].