πρόκοιλος

Revision as of 07:21, 27 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ον, = προκοίλιος, Gloss.

German (Pape)

[Seite 730] = Vorigem, Synes.

Greek Monolingual

-η, -ο, ΝΑ
ζωολ. (για σπόνδυλο) αυτός του οποίου η πρόσθια επιφάνεια είναι κοίλη
αρχ.
προκοίλιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -κοιλος (< κοιλία), πρβλ. μεγαλό-κοιλος].