πρόκοιλος
English (LSJ)
ον, = προκοίλιος, Gloss.
German (Pape)
[Seite 730] = Vorigem, Synes.
Greek Monolingual
-η, -ο, ΝΑ
ζωολ. (για σπόνδυλο) αυτός του οποίου η πρόσθια επιφάνεια είναι κοίλη
αρχ.
προκοίλιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -κοιλος (< κοιλία), πρβλ. μεγαλό-κοιλος].