επιφάνεια
Ἡ γλῶσσα πολλῶν ἐστιν αἰτία κακῶν → Malis initium lingua permultis dedit → Die Zunge ist vielfachen Leides Ursache
Greek Monolingual
(I)
η (AM ἐπιφάνεια) επιφανής
1. η φαινομενική όψη σε αντίθεση με την πραγματικότητα («εξετάζει μόνο την επιφάνεια τών πραγμάτων»)
2. η ορατή πλευρά, το εξωτερικό κάθε αντικειμένου (α. «επιφάνεια της γης, της θάλασσας» β. «τήν κατὰ πρόσωπον ἐπιφάνειαν ἐσκέπαζον», Πολ.)
3. εκκλ. η εμφάνιση του Χριστού στους θνητούς
νεοελλ.
1. (γεωμ.) ο γεωμετρικός τόπος τών σημείων στα οποία περατούται ένα ορισμένο τμήμα του χώρου ή ειδικότερα, τα όρια στα οποία περατούται ένα στερεό σώμα
2. (νομ.) εμπράγματο δικαίωμα του ρωμαϊκού δικαίου που παρέχει στον δικαιούχο την εξουσία να έχει οικοδομή σε ξένο έδαφος, πληρώνοντας στον κύριο του εδάφους ετήσιο τέλεσμα
3. φρ. «βγήκε στην επιφάνεια» — αποκαλύφθηκε
αρχ.-μσν.
1. εμφάνιση, ερχομός, παρουσία («καραδοκοῦν
τες τὴν ἐπιφάνειαν τῆς ἡμέρας», Πολ.)
2. η βάπτιση του Χριστού
αρχ.
1. απροσδόκητη εμφάνιση του εχθρού («σημηνάντων τῶν σκοπῶν αὐτῷ πάλιν τὴν ἐπιφάνειαν τῶν ὑπεναντίων», Πολ.)
2. φανέρωση του Θεού στους πιστούς ή εμφάνιση της θείας πρόνοιας
(α. «θαυμάσας τὴν ἐπιφάνειαν τῆς θεοῦ», Πλούτ.
β. «τῇ τοῦ Θεοῦ μεγάλως εὐφρανθέντες ἐπιφανείᾳ», ΠΔ)
3. η δευτέρα παρουσία του Χριστού
4. άνοδος στον θρόνο
5. εξωτερική επίδειξη, λάμψη, φήμη, δόξα («ἡ ἐπιφάνεια δι’ οὐδενὸς ἄλλου σοι ἔσται ἢ δι’ ἐμοῦ», Πλάτ.)
6. (γεωμ.) η έκταση ενός σώματος κατά μήκος και πλάτος, χωρίς το βάθος («ἐπιφάνεια δέ ἐστιν ὅ μῆκος καὶ πλάτος μόνον ἔχει», Ευκλ.)
7. η επιφάνεια ή το δέρμα του σώματος, το εξωτερικό ή το βλεννογόνο.
(II)
τα (AM ἐπιφάνεια)
νεοελλ.-μσν.
επιφάνια
αρχ.
θυσίες που γίνονταν στη γιορτή της επιφάνειας, της φανερώσεως ενός θεού ή της νέας εμφανίσεως ενός ανθρώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιφάνεια (ενν. ιερά) «τα τελούμενα κατά την εορτή της επιφανείας» (< επιφανής)].