επιφάνεια

From LSJ

ἢ τοὺς πότους ἐρεῖς δῆλον ὅτι καὶ τὰ δεῖπνα καὶ ἐσθῆτα καὶ ἀφροδίσια, καὶ δέδιας μὴ τούτων ἐνδεὴς γενόμενος ἀπόλωμαι. οὐκ ἐννοεῖς δὲ ὅτι τὸ μὴ διψῆν τοῦ πιεῖν πολὺ κάλλιον καὶ τὸ μὴ πεινῆν τοῦ φαγεῖν καὶ τὸ μὴ ῥιγοῦν τοῦ ἀμπεχόνης εὐπορεῖν; → There you'll go, talking of drinking and dining and dressing up and screwing, worrying I'll be lost without all that. Don't you realize how much better it is to have no thirst, than to drink? to have no hunger, than to eat? to not be cold, than to possess a wardrobe of finery? (Lucian, On Mourning 16)

Source

Greek Monolingual

(I)
η (AM ἐπιφάνεια) επιφανής
1. η φαινομενική όψη σε αντίθεση με την πραγματικότητα («εξετάζει μόνο την επιφάνεια τών πραγμάτων»)
2. η ορατή πλευρά, το εξωτερικό κάθε αντικειμένου (α. «επιφάνεια της γης, της θάλασσας» β. «τήν κατὰ πρόσωπον ἐπιφάνειαν ἐσκέπαζον», Πολ.)
3. εκκλ. η εμφάνιση του Χριστού στους θνητούς
νεοελλ.
1. (γεωμ.) ο γεωμετρικός τόπος τών σημείων στα οποία περατούται ένα ορισμένο τμήμα του χώρου ή ειδικότερα, τα όρια στα οποία περατούται ένα στερεό σώμα
2. (νομ.) εμπράγματο δικαίωμα του ρωμαϊκού δικαίου που παρέχει στον δικαιούχο την εξουσία να έχει οικοδομή σε ξένο έδαφος, πληρώνοντας στον κύριο του εδάφους ετήσιο τέλεσμα
3. φρ. «βγήκε στην επιφάνεια» — αποκαλύφθηκε
αρχ.-μσν.
1. εμφάνιση, ερχομός, παρουσία («καραδοκοῦν τες τὴν ἐπιφάνειαν τῆς ἡμέρας», Πολ.)
2. η βάπτιση του Χριστού
αρχ.
1. απροσδόκητη εμφάνιση του εχθρού («σημηνάντων τῶν σκοπῶν αὐτῷ πάλιν τὴν ἐπιφάνειαν τῶν ὑπεναντίων», Πολ.)
2. φανέρωση του Θεού στους πιστούς ή εμφάνιση της θείας πρόνοιας
(α. «θαυμάσας τὴν ἐπιφάνειαν τῆς θεοῦ», Πλούτ.
β. «τῇ τοῦ Θεοῦ μεγάλως εὐφρανθέντες ἐπιφανείᾳ», ΠΔ)
3. η δευτέρα παρουσία του Χριστού
4. άνοδος στον θρόνο
5. εξωτερική επίδειξη, λάμψη, φήμη, δόξα («ἡ ἐπιφάνεια δι’ οὐδενὸς ἄλλου σοι ἔσται ἢ δι’ ἐμοῦ», Πλάτ.)
6. (γεωμ.) η έκταση ενός σώματος κατά μήκος και πλάτος, χωρίς το βάθοςἐπιφάνεια δέ ἐστιν ὅ μῆκος καὶ πλάτος μόνον ἔχει», Ευκλ.)
7. η επιφάνεια ή το δέρμα του σώματος, το εξωτερικό ή το βλεννογόνο.
(II)
τα (AM ἐπιφάνεια)
νεοελλ.-μσν.
επιφάνια
αρχ.
θυσίες που γίνονταν στη γιορτή της επιφάνειας, της φανερώσεως ενός θεού ή της νέας εμφανίσεως ενός ανθρώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιφάνεια (ενν. ιερά) «τα τελούμενα κατά την εορτή της επιφανείας» (< επιφανής)].