οἰστροδόνητος
English (LSJ)
ον, = οἰστροδίνητος (driven round and round by the gadfly), A. Supp. 573 (lyr.), Ar. Th. 324 (lyr.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. οἰστροδίνητος.
Étymologie: οἶστρος, δονέω.
German (Pape)
= οἰστροδίνητος; Ἰώ, Aesch. Suppl. 568; in einer parodierenden Stelle Ar. Thesm. 324, προλιπὼν μυχὸν ἰχθυόεντ' οἰστροδόνητον Νηρέος.
Russian (Dvoretsky)
οἰστροδόνητος: гонимый слепнем (Ἰώ Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
οἰστροδόνητος: ἴδε οἰστροδίνητος.
Greek Monolingual
οἰστροδόνητος και οἰστρόδονος, -ον (Α)
(ποιητ. τ.) οιστροδίνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + -δόνητος / -δονος (< δονῶ), πρβλ. αεροδόνητος, πολύδονος].