λαμυρίς

Revision as of 13:45, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

A = λωγάνιον, Sch.Luc.Lex.3.

German (Pape)

[Seite 14] ίδος, ἡ, = λωγάνιον, gehol. Luc. Lexiph. 3.

Greek (Liddell-Scott)

λαμυρίς: ἡ, = λωγάνιον, Σχόλ. εἰς Λουκ. Λεξιφ. 3.

Greek Monolingual

λαμυρίς, -ίδος, ἡ (Α)
το λιπαρό δέρμα που κρέμεται από τον λαιμό τών βοδιών, αλλ. λωγάνιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το επίθ. λαμυρός.