κροκοδίλινος

Revision as of 16:32, 22 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

η, ον, = κροκοδιλίτης, [[[ambiguitates]]] Quint. 1.10.5.

Greek Monolingual

κροκοδίλινος, -ίνη, -ον (Α) κροκόδιλος
αυτός που αναφέρεται στο σόφισμα κροκοδιλίτης.