[ῑτ] (sc. λόγος), ου, ὁ, a sophistic fallacy, Chrysipp.Stoic.2.93.
κροκοδιλίτης, ὁ (Α)παγιδευτικό σόφισμα της αρχαιότητας που το καταγράφει ο Λουκιανός στο έργο του Βίων πράσις.[ΕΤΥΜΟΛ. < κροκόδιλος + επίθημα -ίτης (πρβλ. ερημίτης, οδίτης)].