ὁ,= σκάνδαλον, Hsch.
[Seite 889] ὁ, = σκάνδαλον, Hesych.
σκάνδᾰλος: ὁ, = σκάνδαλον, «ἐμποδισμὸς» Ἡσύχ.
ο, ΝΑβλ. σκάνταλος.