σκάνταλος

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321

Greek Monolingual

ο / σκάνδαλος, ΝΑ
νεοελλ.
(κυρίως) παιδί που προκαλεί φασαρία, που δίνει αφορμές φιλονικίας ή ενόχλησης, πολύ ζωηρό, ταραξίας
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) εμπόδιο, κώλυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκάνδαλον / σκάνταλο, με αλλαγή γένους].