διήρεσα

Revision as of 12:45, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

English (LSJ)

v. διερέσσω.

Spanish (DGE)

v. διερέσσω.

Russian (Dvoretsky)

διήρεσα: aor. к διερέσσω.

Greek (Liddell-Scott)

διήρεσα: ἴδε ἐν λ. διερέσσω.

English (Autenrieth)

see διερέσσω.

Greek Monotonic

διήρεσα: αόρ. αʹ του διερέσσω.