διερέσσω

From LSJ

Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an

Menander, Monostichoi, 375
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διερέσσω Medium diacritics: διερέσσω Low diacritics: διερέσσω Capitals: ΔΙΕΡΕΣΣΩ
Transliteration A: dieréssō Transliteration B: dieressō Transliteration C: dieresso Beta Code: diere/ssw

English (LSJ)

aor. -ήρεσα, poet.
A -ήρεσσα Od.14.351:—row about, χερσὶ δ. to swim, 12.444, 14.351.
2 c. acc., δ. χέρας wave them about, E.Tr.1258 (lyr.).

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. διήρεσα Od.12.444, διήρεσσα Od.14.351]
1 c. dat. servirse, mover como remo ἑζόμενος δ' ἐπὶ τοῖσι διήρεσα χερσὶν ἐμῇσι montado sobre ellos (los restos del naufragio) me serví de mis manos como remo, Od.12.444, cf. 14.351.
2 c. ac. mover como remo, agitar χέρας E.Tr.1258.

French (Bailly abrégé)

1 ramer à travers;
2 tr. agiter comme des rames.
Étymologie: διά, ἐρέσσω.

German (Pape)

(ἐρέσσω), durchrudern; hindurchrudern, wegrudern; Homer Od. 12.444 von dem auf Mastbaum und Kiel reitenden Odysseus ἑζόμενος δ' ἐπὶ τοῖσι διήρεσα χερσὶν ἐμῇσιν, brauchte die Hände als Ruder; geradezu vom Schwimmen Od. 14.351 χερσὶ διήρεσσ' ἀμφοτέρῃσιν νηχόμενος; – übertragen, φλογέας δαλοῖσι χέρας, hin und her schwingen, Eur. Tr. 1258.

Russian (Dvoretsky)

διερέσσω: (fut. διερέσω, aor. διήρεσα и διήρεσσα)
1 загребать, грести (χερσί Hom.);
2 размахивать (δαλοῖσι Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

διερέσσω: μέλλ. -ερέσω, ἀόρ. -ήρεσα, ποιητ. -ήρεσσα· - κωπηλατῶ κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, χερσὶ δ., κολυμβῶ Ὀδ. Μ. 444. Ξ. 351. 2) μετ᾽ αἰτιατ., δ. τὰς χέρας, κινῶ αὐτὰς κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, Εὐρ. Τρῳ. 1258.

English (Autenrieth)

only aor. διήρεσα, paddled hard, χερσί, Od. 12.444 and Od. 14.351.

Greek Monolingual

διερέσσω (Α) ερέσσω
1. κωπηλατώ, κολυμπώ με όλες μου τις δυνάμεις
2. φρ. «διερέσσω χέρας» — κουνώ τα χέρια μου προς διάφορες κατευθύνσεις.

Greek Monotonic

διερέσσω: μέλ. -ερέσω, αόρ. αʹ -ήρεσα, ποιητ. -ήρεσσα·
1. κωπηλατώ προς διαφορετικές κατευθύνσεις, χερσὶ δ., κολυμπώ, σε Ομήρ. Οδ.
2. με αιτ., δ. τὰς χέρας, τα κουνώ προς διάφορες κατευθύνσεις, σε Ευρ.

Middle Liddell

fut. -ερέσω aor1 -ήρεσα poet. -ήρεσσα
1. to row about, χερσὶ δ. to swim, Od.
2. c. acc., δ. τὰς χέρας to swing them about, Eur.